- στεφών
- Α(κατά τον Ησύχ.)1. «ὑψηλός, ἀπόκρημνος»2. ως ουσ. κορυφή βουνού.[ΕΤΥΜΟΛ. < στέφω + κατάλ. -ών (πρβλ. ταφ-ών)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
στέφων — στέφω put round pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)